- βλητέος
- надобно вливать, должно вливаться.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
βλητέον — one must throw masc acc sg βλητέον one must throw neut nom/voc/acc sg βλητέος masc/fem acc sg βλητέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)